- αυτοκινητικός
- -ή -ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτοκίνητο2. εκείνος που συντελείται με αυτοκίνητο3. όποιος προέρχεται ή προκαλείται από αυτοκίνητο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοκινητικός — ή, ό (όχι αυτοκινητιστικός, ή, ό), αυτός που έχει σχέση με το αυτοκίνητο: Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν πολύ τα αυτοκινητικά δυστυχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ԻՆՔՆԱՇԱՐԺՈՂԱԿԱՆ — ( ) NBH 1 0860 Chronological Sequence: 8c ա. αὑτοκινητικός per se movens. Ինքնին շարժօղ, շարժիչ, շարժողական. *Մի ոմն է պարզն զօրութիւն ինքնաշարժողականառ միաւորական իչ խառնումն ʼի բարւոյն մինչեւ ցէիցս յետինն. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)